ἐκθλίβεται

ἐκθλίβεται
ἐκθλί̱βεται , ἐκθλίβω
squeeze out
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • ανέκθλιπτος — η, ο (Μ ἀνέκθλιπτος, ον) αυτός που δεν έχει εκθλίβει, δεν έχει συμπιεστεί ώστε να βγει ο χυμός του νεοελλ. (Γραμμ.) εκείνος που δεν εκθλίβεται «ανέκθλιπτη λέξη», «ανέκθλιπτο φωνήεν» …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπιεστήριο — το πιεστήριο όπου εκθλίβεται ο καρπός τής ελιάς για να δώσει το λάδι …   Dictionary of Greek

  • ελαιοτριβείο — και λιοτρίβι και λιοτριβιό και λιτρουβιό, το (AM ἐλαιοτριβεῑον και ἐλαιοτρίβιον) 1. εγκατάσταση παλαιού τύπου με ειδικές μηχανές με τις οποίες εκθλίβεται το λάδι από τους καρπούς τής ελιάς περιλαμβάνει τις μυλόπετρες για το άλεσμα τού ελαιόκαρπου …   Dictionary of Greek

  • κίκι — το (Α κίκι και κῑκι, εως και ιος) το φυτό ρίκινος αρχ. το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό τού φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως. ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ ικιον. ΣΥΝΘ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”